Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπέφτω  
ρήμα αμετάβατο

pe`rdere le forze, indeboli`rsi, deperi`re έχει καταπέσει πολύ με την αρρώστια του == a causa della malattia, è deperito molto 2 (fig) cade`re κατέπεσε o άνεμος == il vento è caduto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπέτασμα καταπιάνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---