Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπέτασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

corti`na ~f~, velo ~m~ το καταπέτασμα του ναού της Ιερουσαλήμ == il velo dell'arca del tempio (di Gerusalemme) | τρώω το καταπέτασμα == mangiare a più non posso, a crepapelle, abbuffarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπεσμένος καταπέφτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---