Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπίεση  
ουσιαστικό θηλυκό

oppressio`ne ~f~ αντέδρασε στην καταπίεση των γονιών του == ha reagito all' oppressione dei genitori

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπιέζω καταπιεσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---