Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταπατητές
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός inquili`ni abusi`vi καταπατητής ουσιαστικό αρσενικό 1 chi o`ccupa terre che non gli apparte`ngono 2 (fig) violato`re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |