Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταπάτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il calpesta`re ~m~
2 diritto usurpazio`ne ~f~ καταπάτηση ακίνητης περιουσίας == usurpazione di cose immobili
3 (fig) violazio`ne ~f~ καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων == violazione dei diritti umani

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταπατημένος καταπατητές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---