Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταξοδεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 spe`ndere molto, sperpera`re
2 far spe`ndere troppo a qualcu`no τον καταξόδεψες τον άνθρωπο == poveretto, gli hai fatto spendere un sacco di soldi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταξίωση καταπακτή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---