Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καταξιώνω  
ρήμα μεταβατικό

consacra`re, ricono`scere ufficialme`nte το τελευταίο του έργο τον καταξίωσε στο ευρύ κοινό == la sua ultima opera l'ha consacrato presso il vasto pubblico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταξιωμένος καταξίωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---