Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαταπατώ
ρήμα μεταβατικό 1 calpesta`re 2 (fig) viola`re, calpesta`re καταπατώ τo σύνταγμα == violare, calpestare la costituzione | καταπατώ τα δικαιώματα κάποιου == calpestare i diritti di qualcuno 3 (fig) viola`re, non tene`re fede καταπατώ τον όρκο μου == violare un giuramento 4 (fig) usurpa`re, appropria`rsi indebitame`nte καταπάτησε ξένη περιουσία == si è appropriato di beni altrui permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |