Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάρφωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 inchiodatu`ra ~f~, chiodatu`ra ~f~, inchiodame`nto ~m~
2 sport nella pallacanestro schiaccia`ta ~f~
3 (fig) soffia`ta ~f~, spia`ta ~f~, spiffera`ta ~f~ πήγε από κάρφωμα == l'hanno beccato per via di una soffiata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάρφος καρφωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---