Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρφώνομαι  
ρήμα παθητικό

1 e`ssere inchioda`to
2 trafi`ggersi, infilza`rsi πέφτοντας, καρφώθηκε με ένα δικράνι == cadendo, si è infilzato con un forcone
3 conficca`rsi το βέλος καρφώθηκε σε ένα δέντρο == la freccia si è conficcata in un tronco d'albero
4 pianta`rsi, fissa`rsi του καρφώθηκε η ιδέα ότι / να... == gli si è piantata l'idea in testa che / di..., si è fissato che / di..., ha un chiodo fisso nella testa, che / di...

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρφωμένος καρφώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---