Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρφώνω
ρήμα μεταβατικό 1 pianta`re, conficca`re, me`ttere un chio`do 2 inchioda`re καρφώνω δυo σανίδες == inchiodare due tavole 3 pianta`re, conficca`re, infilza`re του κάρφωσε το μαχαίρι στην πλάτη == gli ha piantato il coltello nella schiena 4 (fig) inchioda`re, incolla`re, pianta`re, fissa`re η αρρώστια τον κάρφωσε σε αναπηρικό καροτσάκι == la malattia l'ha inchiodato su una sedia a rotelle | είχε καρφώσει τα μάτια του στον πίνακα == teneva gli occhi incollati sul quadro | κάρφωσε τα μάτια του πάνω μoυ == mi ha guardato fisso 5 (fig) fare la spi`a, soffia`re, spiffera`re πήγε και τα κάρφωσε όλα στο διευθυντή == è andato a spifferare tutto al direttore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |