Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαρφωμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [καρφώνω] 2 inchioda`to 3 (fig) inchioda`to, pianta`to, fisso είναι καρφωμένος στο κρεβάτι == è inchiodato a letto | είχε τα μάτια καρφωμένα πάνω της == teneva gli occhi piantati su di lei | με το βλέμμα καρφωμένo στο κενό == con lo sguardo fisso nel vuoto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |