Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρφίτσα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 spillo ~m~ τρυπήθηκε με μια καρφίτσα == si è punta con uno spillo
2 spilla ~f~ μια χρυσή καρφίτσα == una spilla d'oro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρφιά καρφιτσώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---