Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καρφί  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 chio`do ~m~
2 sport nella pollavolo, ecc. schiaccia`ta ~f~
3 (fig) soffiato`re ~m~, spi`a ~f~, spio`ne ~m~ είναι καρφί της αστυνομίας == è uno spione della polizia | κάθομαι στα καρφιά == stare sulle spine | μια στο καρφί και μια στο πέταλο == dare un colpo al cerchio e uno alla botte | πετάει συνέχεια καρφιά == non fa altro che lanciare frecciate | τα κάνω γυαλιά καρφιά == sfasciare tutto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καρύοψη καρφιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---