Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκασέ
ουσιαστικό ουδέτερο 1 cachet ~m~ /κασέ/ το κασέ ενός τραγoυδιστή == il cachet di un cantante 2 (fig) presti`gio ~m~ ανέβηκε το κασέ της == il suo prestigio è aumentato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |