Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπισφαλέστατος
επίθετο superlativo di [επισφαλής] επισφαλέστερος επίθετο comparativo di [επισφαλής] επισφαλής επίθετο 1 preca`rio, malfe`rmo επισφαλής υγεία == salute malferma 2 pericolante το κτίριο κρίθηκε επισφαλές == l'edificio è stato giudicato pericolante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |