Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιταγή
ουσιαστικό θηλυκό 1 banca asse`gno ~m~ τραπεζική επιταγή == assegno bancario | ακάλύπτη επιταγή == assegno a vuoto | μεταχρoνoλoγημένη επιταγή == assegno postdatato | μπλοκ επιταγών == libretto di assegni | ταχυδρoμική επιταγή == vaglia postale 2 o`rdine ~m~, coma`ndo ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ακάλυπτη επιταγή = assegno [αρσ.] a vuoto || το μπλοκ επιταγών = libretto [αρσ.] degli assegni Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |