Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιτάφιος  
επίθετο

1 sepolcra`le, di sepo`lcro επιτάφια πλάκα == pietra sepolcrale / tombale
2 fu`nebre επιτάφιος λόγoς == elogio / orazione funebre

επιτάφιος
ουσιαστικό αρσενικό

1 ecclesiastico liturgi`a ~f~ del Venerdì Santo
2 ecclesiastico arca ~f~ / tomba ~f~ che rapprese`nta simbolicame`nte il sepo`lcro di Cristo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιταυτού επιταχύνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---