Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιτάχυνση  
ουσιαστικό θηλυκό

ripre`sa ~f~, accelerazio`ne ~f~ αυτoκίνητo με καλή επιτάχυνση == automobile con buona ripresa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιταχυνόμενος επιταχυνσιόμετρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---