Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτείνομαι
ρήμα παθητικό 1 incrudirsi 2 intensificarsi επιτείνω ρήμα μεταβατικό acutizza`re, intensifica`re, aumenta`re, accre`scere το επεισόδιο στα σύνορα επέτειναν την ένταση μεταξύ των δύo χωρών == l'incidente di frontiera ha acutizzato la tensione tra i due paesi | τα νέα μέτρα επέτειναν τη δυσαρέσκεια του κόσμoυ == le nuove misure accrebbero il malcontento generale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |