Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτελούμαι
ρήμα παθητικό co`mpiersi επιτελώ ρήμα μεταβατικό co`mpiere, ade`mpiere, porta`re a te`rmine, a compime`nto επιτέλεσε την αποστολή του == ha portato a termine la sua missione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |