Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίτευξη  
ουσιαστικό θηλυκό

ottenime`nto ~m~, conseguime`nto ~m~, riusci`ta ~f~ επίτευξη σκoπού == conseguimento di uno scopo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίτευγμα επιτεύξιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---