Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτηδεύομαι
ρήμα παθητικό 1 esercita`re una professio`ne, professa`re 2 e`ssere a`bile / espe`rto, occupa`rsi con succe`sso di qualco`sa επιτηδεύεται στην ανθoκoμική == si occupa con successo di floricultura 3 ((per estensione)) comporta`rsi in un modo affetta`to, adotta`re uno stile ricerca`to, fi`ngere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |