Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιτήδευση  
ουσιαστικό θηλυκό

affettazio`ne ~f~, ricercate`zza ~f~, artificiosità ~f~ επιτήδευση τρόπων == affettazione di modi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιτηδεύομαι επιτήρηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---