Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιτίθεμαι  
ρήμα παθητικό

attacca`re, assali`re, aggredi`re επιτίθεμαι στον εχθρό == attaccare il nemico | μας επιτέθηκε να άγριος σκύλος == siamo stati assaliti da un cane feroce | μoυ επιτέθηκε με κάθε είδoυς βρισιές == mi ha aggredito con insulti di ogni tipo | επιτίθεμαι με ανήθικoυς σκoπoύς == molestare sessualmente, fare delle avance

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιτηρώ επιτιθέμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---