Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτήδειος
επίθετο 1 πράγμα opportu`no, appo`sito, convenie`nte, ido`neo 2 πρόσωπο a`bile, acco`rto, sca`ltro επιτήδειoς επιχειρηματίας == abile imprenditore επιτήδειος ουσιαστικό αρσενικό imbroglio`ne ~m~, furfa`nte ~m~ κάποιοι επιτήδειoι του φάγανε ένα σωρό λεφτά == certi furfanti gli hanno fregato un sacco di soldi επιτηδειότατος επίθετο superlativo di [επιτήδειος] επιτηδειότερος επίθετο comparativo di [επιτήδειος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |