Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιτετραμμένος  
επίθετο

incarica`to

επιτετραμμένος
ουσιαστικό αρσενικό

incaricato ~m~ d'affari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιτελώ επίτευγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---