Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιταχύνομαι
ρήμα παθητικό accelera`re επιταχύνω ρήμα μεταβατικό 1 accelera`re, affretta`re επιταχύνω το βήμα μoυ == affrettare il passo 2 accelera`re, re`ndere più ra`pido επιταχύνω τις διαδικασίες == accelerare la procedura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |