Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επιταχυνόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [επιταχύνω]
2 accelerati`vo
3 accelera`to
4 ce`lere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιταχύνομαι επιτάχυνση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---