Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτέλεση
ουσιαστικό θηλυκό compime`nto ~m~, adempime`nto ~m~, esecuzio`ne ~f~ επιτέλεση καθήκοντος == adempimento del dovere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |