Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίταση  
ουσιαστικό θηλυκό

acutizzazio`ne ~f~, aggravame`nto ~m~ επίταση ασθενείας == acutizzazione di una malattia | επίταση της διεθνoύς κρίσης == acutizzazione della crisi internazionale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επίταξη επιτάσσομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---