Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπιτακτικός
επίθετο 1 imperio`so, di coma`ndo επιτακτικό ύφoς == tono imperioso 2 stretto είναι επιτακτικό καθήκον κάθε πολίτη να πληρώνει φόρούς == è stretto dovere di ogni cittadino pagare le tasse επιτακτικότατος επίθετο superlativo di [επιτακτικός] επιτακτικότερος επίθετο comparativo di [επιτακτικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |