Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επισώρευση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 accatastame`nto ~m~
2 accumulame`nto ~m~
3 accumulazio`ne ~f~
4 accu`mulo ~m~
5 addensame`nto ~m~
6 coace`rvo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επισωρεύομαι επισωρευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---