Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επισφραγίζομαι
ρήμα παθητικό


επισφραγίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 sigilla`re, suggella`re
2 ((figurato)) suggella`re, riconferma`re επισφραγίζω μία συμφωνία == suggellare un accordo | επισφράγισαν τη φιλία τούς με έναν όρκο == suggellarono la loro amicizia con un giuramento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επισφαλίζω επισφράγιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---