Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίσχεση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ritenzio`ne ~f~ δικαίωμα επίσχεσης == diritto di ritenzione
2 medicina ritenzio`ne ~f~ επίσχεση ούρων == ritenzione urinaria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επισφραγιστικός επισωρεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---