Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπισύρομαι
ρήμα παθητικό επισύρω ρήμα μεταβατικό attira`re, trarre, richiama`re επέσυρε τα βλέμματα όλου του κόσμου πάνω της == attirό su di sé gli sguardi di tutti | επισύρω την προσοχή κάποιου σε κάτι == richiamare l'attenzione di qualcuno su qualcosa | επισύρω την οργή του πλήθους == attirare su di sé / attirarsi l'odio della folla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |