Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›επισύναψη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

επισύναψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 inclusio`ne ~f~
2 inserime`nto ~m~

permalink
‹ επισυνάπτω
επισύρομαι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επιστύλιο {επιστυλί-...
επισυμβαίνω {επισυνέβη...
επισυνάπτομαι (> συνάπτω...
επισυναπτόμενος [επίθ.]
επισυνάπτω {επισυν-ήψ...
επισύναψη [θηλ.ουσ]
επισύρομαι αόρ. επέσυ...
επισύρω αόρ. επέσυ...
επισφαλέστατος [επίθ.]
επισφαλέστερος [επίθ.]
επισφαλής {επισφαλ-ο...
επισφαλίζω [ρ. μτβ.]
επισφραγίζομαι [ρ. παθ.]
επισφραγίζω {επισφράγι...
επισφράγιση [θηλ.ουσ]
επισφραγιστικός [επίθ.]
επίσχεση {-ης κ. -έ...
επισωρεύομαι [ρ. παθ.]
επισώρευση [θηλ.ουσ]
επισωρευτικός [επίθ.]


{{ID:EPISYNAJH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti