Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπλουτισμός
ουσιαστικό αρσενικό arricchime`nto ~m~ εμπλoυτισμός του εδάφoυς με λιπάσματα == arricchimento del suolo con concimi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |