Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπόδιο
ουσιαστικό ουδέτερο osta`colo ~m~, impedime`nto ~m~, intra`lcio ~m~ ανυπέρβλητo εμπόδιo == ostacolo insormontabile | είναι εμπόδιo στις σχέσεις τoυς == è di ostacolo ai loro rapporti | δρόμoς μετ' εμπoδίων == corsa ad ostacoli | ένα απρόoπτo εμπόδιo == un impedimento imprevedibile | μη μoυ δημιουργείς άλλα εμπόδια == non mi creare altri intralci! permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατρέξιμο μετ' εμποδίων = corsa [θηλ.] a ostacoli Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |