Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπόρευμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

merce ~f~, mercanzi`a ~f~ του κατάσχεσαν το εμπόρευμα == gli hanno sequestrato la merce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπορευάμενη εμπορεύματα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---