Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπορευόμενος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 commercia`nte ~mf~
2 eserce`nte ~mf~
3 merca`nte ~mf~
4 negozia`nte ~mf~
5 traffica`nte ~mf~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπορεύομαι εμπορεύσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---