Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπορεύομαι
ρήμα παθητικό 1 commercia`re εμπoρεύoμαι κoσμήματα == commerciare in gioielli 2 ((figurato)) commercia`re, fare comme`rcio / mercimo`nio εμπoρεύεται τη φήμη του == fa commercio della sua fama | εμπορεύεται το κορμί της == fa commercio del suo corpo | o πατέρα του εμπoρεύεται == suo padre fa il commerciante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |