Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπνέομαι
ρήμα παθητικό ispira`rsi εμπνέω ρήμα μεταβατικό 1 ispira`re, incu`tere δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη == non mi ispira fiducia | εμπνέω σεβασμό == incutere rispetto 2 ispirare, dare ispirazione η φύση με εμπνέει == la natura mi ispira 3 esorta`re, incita`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |