Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμποδίζομαι
ρήμα παθητικό

imbarazza`rsi

εμποδίζω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

impedi`re, ostacola`re, intralcia`re ποιος σ' εμπoδίζει να φύγεις; == chi t'impedisce di andartene? | αυτό δε θα μ' εμπoδίσει να μιλήσω == ciό non mi impedirà di parlare | αν παρκάρετε εδώ, εμποδίζετε την κυκλoψopία == se parcheggia qua, intralcia / ostacola il traffico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπνοή εμπόδιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---