Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμποδισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εμποδίζω]
2 impedi`to
3 inceppa`to
4 sbarra`to
5 ingo`mbro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπόδιση εμποδιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---