Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπόδιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 osta`colo ~m~
2 ostruzio`ne ~f~
3 sbarrame`nto ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπόδιο εμποδισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---