Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έμπνευση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ispirazio`ne ~f~, ide`a ~f~, impu`lso ~m~ μου 'ρθε μια έμπνευση == mi è venuta un'idea | ευτυχώς που σoυ'ρθε η έμπνευση να μov τηλεφωνήσεις == per fortuna che ti è venuta l'ispirazione di chiamarmi
2 ispirazio`ne ~f~ (artisti`ca), estro ~m~ creati`vo πηγή έμπνευσης γι'αυτόν του τον πίνακα υπήρξε… == l'ispirazione per quel quadro gli è nata da…
3 religione ispirazi`one ~f~ θεία έμπνευση == ispirazione divina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εμπνέομαι εμπνευσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---