Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπλουτίζομαι
ρήμα παθητικό εμπλουτίζω ρήμα μεταβατικό arricchi`re εμπλουτίζω τις γνώσεις μου == arricchire le proprie conoscenze permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |