Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εμπλέκομαι
ρήμα παθητικό

1 avviluppa`rsi
2 imbroglia`rsi
3 impegola`rsi
4 impelaga`rsi
5 implica`rsi

εμπλέκω  
ρήμα μεταβατικό

1 complica`re εμπλέκω μια κατάσταση == complicare una situazione
2 implic`are, coinvo`lgere τον ενέπλεξαν σε μιαν άσχηιη ιστορία == lo hanno coinvolto in una brutta storia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έμπλαστρο έμπλεος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---