Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεμπλοκή
ουσιαστικό θηλυκό 1 into`ppo ~m~ η υπόθεση έληξε χωρίς εμπλοκές == la faccenda si è risolta senza intoppi 2 l'inceppa`rsi ~m~, inceppame`nto ~m~ τo τουφέκι έπαθε εμπλoκή == il fucile si è inceppato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |